- εννοσίγαιος
- ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α)(ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + -γαιος < γαία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἐννοσίγαιος — Earth shaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοσίγαιος — Earth shaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐννοσιγαίου — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοσιγαίου — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐννοσιγαίῳ — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοσιγαίῳ — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐννοσίγαιε — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοσίγαιε — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐννοσίγαιον — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοσίγαιον — Ἐννοσίγαιος Earth shaker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)